Αμυγδαλιές

Αμυγδαλιές
Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 850 μ., 714 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 140 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές της Μίνθης, κοντά στην Ανδρίτσαινα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλιφείρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κάτω Αμυγδαλιές — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 406 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλιφείρας …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλάς — και μυγδαλάς, ο [αμυγδαλιά] 1. αυτός που έχει πολλές αμυγδαλιές και παράγει πολλά αμύγδαλα 2. τόπος με πολλές αμυγδαλιές, αμυγδαλεώνας …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Grevena — Gemeinde Grevena Δήμος Γρεβενών (Γρεβενά) …   Deutsch Wikipedia

  • αμιχθαλόεις — ἀμιχθαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. απροσπέλαστος, αφιλόξενος 2. (με άλλη ερμηνεία) καταχνιασμένος, ομιχλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που απαντά συνήθως σε θηλυκό γένος, ως προσδιορισμός του τοπωνυμίου Λήμνος (ἀμιχθαλόεσσα Λήμνος). Η …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλεώνας — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 1.697 κάτ.) του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλίππων. * * * και αμυγδαλιώνας και μυγδαλιώνας, ο τόπος κατάφυτος από αμυγδαλιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμυγδαλεώνας < αμυγδαλέα (πρβλ. πορτοκαλέα… …   Dictionary of Greek

  • ανάπλα — (I) η 1. μάλλινο κλινοσκέπασμα, κουβέρτα 2. πλατύ ύφασμα που απλώνεται κάτω από τις ελιές και τις αμυγδαλιές για το ευκολότερο μάζεμα τών καρπών τους που πέφτουν εκεί από τα χτυπήματα τών ραβδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικός τ. τού ανάπλι]. (II) η… …   Dictionary of Greek

  • μισανοίγω — και μισοανοίγω 1. ανοίγω λίγο ή ανοίγω διστακτικά (α. «μισάνοιξα το παράθυρο, για να μπει λίγο φως» β. «μισάνοιξα τα μάτια») 2. (για τα φυτά) βρίσκομαι στην αρχή τής βλάστησης, μόλις αρχίζω να βλαστάνω, να βγάζω φύλλα («μισάνοιξαν οι αμυγδαλιές») …   Dictionary of Greek

  • Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”